- ομφακίτης
- ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)αργιλοπυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένωνμσν.-αρχ.οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίαςαρχ.1. προσωνυμία τού Διονύσου2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα τού δένδρου δρυς4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].
Dictionary of Greek. 2013.